- λιτροσκόπος
- λιτροσκόπος, ὁ (Α)αυτός που εξετάζει τις λίτρες, τα νομίσματα, ο αργυραμοιβός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + -σκόπος* (< σκοπός < σκέπτομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιτροσκόπον — λιτροσκόπος one who examines money masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτροσκόπους — λιτροσκόπος one who examines money masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… … Dictionary of Greek